- λεμφοκυττάρωση
- ηιατρ. σχετική ή απόλυτη αύξηση τού αριθμού τών λευκοκυττάρων στο αίμα, η οποία παρατηρείται σε διάφορα λοιμώδη νοσήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… … Dictionary of Greek
πνευμονολεμφοκυτταρικός — ή, ό, Ν φρ. «πνευμονολεμφοκυτταρικά σύνδρομα» ιατρ. ομάδα παθήσεων που χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση παροδικών πνευμονικών σκιών, ορατών ακτινογραφικά, και από λεμφοκυττάρωση τού αίματος … Dictionary of Greek